-
1 разрыв
1. (место разрыва) το σημείο ρήξης/διάσπασης/θραύσηςсквозные - ы (прок.) διαμπερείς οπές/τρύπες2. (отверстие, промежуток) το διάστημα, το διάκενο, το κενό 3. (геол.) το ρήγμα 4. эл. (цепи) η (δια)κοπή του κυκλώματος 5. (герметизированного пространства) η διάτρηση, η ρήξη 6. мед. η ρήξη 7. мат. η ασυνέχεια 8. дип. (отношений) η ρήξη/διακοπή (των σχέσεων) 9. (действие) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрыв
-
2 разрыв
разрывм1. прям., перен ἡ ρήξη [-ις], τό ρήγμα, ἡ διάσπαση [-ις], τό σπάσιμο:\разрыв дипломатических отношений ἡ διακοπή τών διπλωματικών σχέσεων \разрыв линии фронта ἡ διάσπαση (или τό σπάσιμο) τής γραμμής той μετώπου·2. (взрыв). ἐκρηξη [-ις], ἡ διάρρηξη [-ις]· ◊ \разрыв сердца разг ἡ συγκοπή τής καρδιάς.